- ὀπτάζῃ
- ὀπτάζομαιto be seenpres subj pass 2nd sgὀπτάζομαιto be seenpres ind pass 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οπτάζομαι — ὀπτάζομαι (ΑΜ) [οπτός (Ι)] γίνομαι ορατός, βλέπομαι («ὅστις ὀφθαλμοῑς κατ ὀφθαλμοὺς ὀπτάζῃ, Κύριε», ΠΔ) … Dictionary of Greek